مُبْتَدِئ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 مُبْتَدِئ في الدراسة
🇬🇷 Αρχάριος στη μελέτη
🇸🇦 هو مُبْتَدِئ في البرمجة
🇬🇷 Είναι αρχάριος στον προγραμματισμό
|
formal | |
|
raro
🇸🇦 شخص مُبْتَدِئ في المجال
🇬🇷 Ένα άτομο νεόφυτο στον τομέα
🇸🇦 كتابة مُبْتَدِئ
🇬🇷 Γραφή νεόφυτου
|
literario | |
|
raro
🇸🇦 مُبْتَدِئ في العمل
🇬🇷 Πρωτόλειος στη δουλειά
🇸🇦 أفكار مُبْتَدِئ
🇬🇷 Πρωτόλειες ιδέες
|
literario | |
|
formal
🇸🇦 مُبْتَدِئ في مجال التكنولوجيا
🇬🇷 Εκκολαπτόμενος στον τομέα της τεχνολογίας
🇸🇦 مُبْتَدِئ في البحث العلمي
🇬🇷 Εκκολαπτόμενος στην επιστημονική έρευνα
|
técnico |