مَصْرِف Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 أحتاج إلى صرف أموالي
🇬🇷 Χρειάζομαι να εξαργυρώσω τα χρήματά μου
🇸🇦 ذهبت إلى الصراف لصرف النقود
🇬🇷 Πήγα στον ταμία για να εξαργυρώσω τα χρήματά μου
|
lengua estándar | |
|
formal
🇸🇦 الموظف في المصرف يساعد العملاء
🇬🇷 Ο υπάλληλος στο τραπεζικό κατάστημα βοηθά τους πελάτες
🇸🇦 ذهبت إلى المصرف لإنهاء المعاملات
🇬🇷 Πήγα στο τραπεζικό υποκατάστημα για να ολοκληρώσω τις συναλλαγές
|
formal | |
|
formal
🇸🇦 الشركة تتعامل مع المصارف العالمية
🇬🇷 Η εταιρεία συνεργάζεται με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
🇸🇦 تأسس المصرف في عام 1920
🇬🇷 Η τράπεζα ιδρύθηκε το 1920
|
negocios | |
|
raro
🇸🇦 في النص الأدبي، المصرف يشير إلى مكان لتخزين المال
🇬🇷 Στο λογοτεχνικό κείμενο, το «مَصْرِف» αναφέρεται σε μέρος αποθήκευσης χρημάτων
🇸🇦 الكاتب استخدم المصرف كرمز للثروة
🇬🇷 Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε το «مَصْرِف» ως σύμβολο πλούτου
|
literario |