عَجِيب Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
παράξενος
común
🇸🇦 هذا شيء عَجِيب
🇬🇷 Αυτό είναι κάτι παράξενο
🇸🇦 إنه أمر عَجِيب جدًا
🇬🇷 Είναι πολύ παράξενο
|
uso cotidiano | |
|
θαυμαστός
formal
🇸🇦 عَجِيب في عظمة خلق الله
🇬🇷 θαυμαστός στη μεγαλοσύνη του Θεού
🇸🇦 هذه معجزة عَجِيبَة
🇬🇷 Αυτό είναι ένα θαύμα
|
literario | |
|
περίεργος
común
🇸🇦 هو شخص عَجِيب
🇬🇷 Είναι ένας περίεργος άνθρωπος
🇸🇦 الأمر عَجِيب جدًا
🇬🇷 Το θέμα είναι πολύ περίεργο
|
coloquial | |
|
εκπληκτικός
formal
🇸🇦 عَجِيب في جماله
🇬🇷 εκπληκτικός στην ομορφιά του
🇸🇦 المشهد عَجِيب جدا
🇬🇷 Η σκηνή είναι εκπληκτική
|
formal |