حُوَيْصِلَة Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αυλή
común
🇸🇦 دخل الحُوَيْصِلَة ليلاً
🇬🇷 Μπήκε στην αυλή το βράδυ
🇸🇦 الطفل يلعب في الحُوَيْصِلَة
🇬🇷 Το παιδί παίζει στην αυλή
|
uso cotidiano | |
|
περιβάλλων χώρος
formal
🇸🇦 تم بناء سياج حول الحُوَيْصِلَة
🇬🇷 Χτίστηκε φράχτης γύρω από τον περιβάλλοντα χώρο
🇸🇦 الحُوَيْصِلَة تحيط بالمبنى
🇬🇷 Ο περιβάλλων χώρος περιβάλλει το κτίριο
|
formal | |
|
αποθήκη
raro
🇸🇦 الملابس مخزنة في الحُوَيْصِلَة
🇬🇷 Τα ρούχα αποθηκεύονται στην αποθήκη
🇸🇦 الحُوَيْصِلَة تستخدم لتخزين الأدوات
🇬🇷 Η αποθήκη χρησιμοποιείται για την αποθήκευση εργαλείων
|
técnico | |
|
αυλή ή κήπος
raro
🇸🇦 جلس في الحُوَيْصِلَة تحت الأشجار
🇬🇷 Κάθισε στην αυλή κάτω από τα δέντρα
🇸🇦 الطبيعة جميلة في الحُوَيْصِلَة
🇬🇷 Η φύση είναι όμορφη στον κήπο
|
literario |