تَسَبَّبَ Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
προκαλώ
común
🇸🇦 الأمر تسبب في تغييرات كبيرة
🇬🇷 Το γεγονός προκάλεσε μεγάλες αλλαγές
🇸🇦 المرض تسبب في الوفاة
🇬🇷 Η ασθένεια προκάλεσε το θάνατο
|
formal | |
|
αιτίαζω
formal
🇸🇦 العوامل تسبب الأمراض
🇬🇷 Οι παράγοντες αιτίαζω ασθένειες
🇸🇦 الضوضاء تسبب التوتر
🇬🇷 Ο θόρυβος αιτίαζω άγχος
|
científico | |
|
είναι η αιτία
común
🇸🇦 الدخان يسبب السعال
🇬🇷 Ο καπνός είναι η αιτία του βήχα
🇸🇦 المشاكل تسبب القلق
🇬🇷 Τα προβλήματα είναι η αιτία του άγχους
|
uso cotidiano | |
|
εμπλέκω
coloquial
🇸🇦 تسببت في المشاكل
🇬🇷 Εμπλέκω σε προβλήματα
🇸🇦 لا تريد أن تسببت في مشكلة
🇬🇷 Δεν θέλεις να εμπλέκεις σε πρόβλημα
|
coloquial |