بَيَّضَ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
άσπρισα
común
🇸🇦 هو يبيض البيض
🇬🇷 Αυτός λευκαίνει τα αυγά
🇸🇦 عندما يبيض الدجاج
🇬🇷 Όταν τα κοτόπουλα απογαλακτίζονται
|
uso cotidiano | |
|
εξάγνιση
formal
🇸🇦 الطبيب يبيض الجلد
🇬🇷 Ο γιατρός λευκαίνει το δέρμα
🇸🇦 عملية تبييض الأسنان
🇬🇷 Η διαδικασία λεύκανσης δοντιών
|
formal | |
|
καθαρίζω το λευκό
raro
🇸🇦 تبييض المعادن
🇬🇷 Λεύκανση των μετάλλων
🇸🇦 عملية تبييض الأنابيب
🇬🇷 Η διαδικασία λεύκανσης των σωλήνων
|
técnico |