بَوَّلَ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ούρων
común
🇸🇦 هو يبول في الحمام
🇬🇷 Αυτός ουρώνει στην τουαλέτα
🇸🇦 عندما يشعر بالحاجة إلى التبول، يذهب إلى المرحاض
🇬🇷 Όταν αισθάνεται την ανάγκη να ουρήσει, πηγαίνει στην τουαλέτα
|
médico | |
|
κατουρώ
común
🇸🇦 الأطفال يبولون على ملابسهم
🇬🇷 Τα παιδιά κατουρούν τα ρούχα τους
🇸🇦 عندما كانت صغيرة، كانت تبول في سريرها
🇬🇷 Όταν ήταν μικρή, κατούρησε στο κρεβάτι της
|
uso cotidiano | |
|
εξαπολύω
raro
🇸🇦 الشاعر يبول بمعنى إطلاق الأحاسيس
🇬🇷 Ο ποιητής το χρησιμοποιεί μεταφορικά, όπως να απελευθερώσει συναισθήματα
🇸🇦 في النص الأدبي، يبول بمعنى إطلاق العنان للأفكار
🇬🇷 Στο λογοτεχνικό κείμενο, σημαίνει να απελευθερώσει ιδέες
|
literario |