بَنَان Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 لديّ بنان طويل
🇬🇷 Έχω ένα μακρύ μικρό δάκτυλο
🇸🇦 أصابع يديّ تحتوي على بنان
🇬🇷 Τα δάχτυλά μου έχουν μικρά δάκτυλα
|
uso cotidiano | |
|
común
🇸🇦 ألم في بنان يدي
🇬🇷 Πόνος στο δάχτυλο του χεριού μου
🇸🇦 بنان القدم متورم
🇬🇷 Το δάχτυλο του ποδιού μου πρήζεται
|
formal | |
|
técnico
🇸🇦 المانجو لها بنان حاد
🇬🇷 Το μάνγκο έχει αιχμηρή ακίδα
🇸🇦 البنانات تحتوي على مواد مفيدة
🇬🇷 Οι ακίδες περιέχουν ωφέλιμα συστατικά
|
técnico | |
|
común
🇸🇦 نبات البنان
🇬🇷 Το φυτό της μπανάνας
🇸🇦 الشجرة البنان تنتج فاكهة
🇬🇷 Το δέντρο μπανάνας παράγει φρούτα
|
científico |