أَبْهَر Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 كان أداءه أبهر الجميع
🇬🇷 Η απόδοσή του εντυπωσίασε όλους
🇸🇦 عرض أبهر الحضور
🇬🇷 Η επίδειξη εντυπωσίασε το κοινό
|
formal | |
|
común
🇸🇦 المنظر أبهر الجميع
🇬🇷 Η θέα καταπλήξει όλους
🇸🇦 أبهرته المفاجأة
🇬🇷 Τον καταπλάκωσε η έκπληξη
|
uso cotidiano | |
|
común
🇸🇦 مشهد أبهر القراء
🇬🇷 Η σκηνή εντυπωσίασε τους αναγνώστες
🇸🇦 أبهر الكاتب بأسلوبه
🇬🇷 Ο συγγραφέας εντυπωσίασε με το στυλ του
|
literario | |
|
formal
🇸🇦 إنه أبهر الجميع بحكمته
🇬🇷 Εντυπωσίασε όλους με τη σοφία του
🇸🇦 عرض أبهر الحضور
🇬🇷 Η παρουσίαση εντυπωσίασε το ακροατήριο
|
formal |