чистка Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Зробити чистку будинку
🇬🇷 Να κάνεις καθαρισμό του σπιτιού
🇺🇦 Після чистки кімнати
🇬🇷 Μετά τον καθαρισμό του δωματίου
|
formal | |
|
común
🇺🇦 Зробила чистку волосся
🇬🇷 Έκανα περμανάντσα στα μαλλιά μου
🇺🇦 Після чистки волосся
🇬🇷 Μετά το περμανάντσα στα μαλλιά
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇺🇦 Чистка бази даних
🇬🇷 Εκκαθάριση της βάσης δεδομένων
🇺🇦 Виконати чистку системи
🇬🇷 Να πραγματοποιήσεις εκκαθάριση του συστήματος
|
técnico | |
|
común
🇺🇦 Чистка органів
🇬🇷 Καθαρισμός οργάνων
🇺🇦 Провести чистку кишечника
🇬🇷 Να πραγματοποιήσεις καθαρισμό του εντέρου
|
médico |