ху́днути Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αδυνατίζω
común
🇺🇦 Я хочу худнути
🇬🇷 Θέλω να αδυνατίσω
🇺🇦 Вона намагається худнути
🇬🇷 Προσπαθεί να αδυνατίσει
|
uso cotidiano | |
|
μικραίνω
raro
🇺🇦 Його тіло худне
🇬🇷 Το σώμα του μικραίνει
🇺🇦 З часом худне його голос
🇬🇷 Με τον καιρό μικραίνει η φωνή του
|
literario | |
|
μειώνομαι
común
🇺🇦 Загалом він худне
🇬🇷 Γενικά, χάνει βάρος
🇺🇦 Її вага поступово худне
🇬🇷 Το βάρος της μειώνεται σταδιακά
|
formal |