пупо́к Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Мій пупок болить
🇬🇷 Το κουμπί μου πονάει
🇺🇦 Де твій пупок?
🇬🇷 Πού είναι ο αφαλός σου;
|
uso cotidiano | |
|
común
🇺🇦 У медицині використовують слово 'пупок' для опису омуφαλού
🇬🇷 Στην ιατρική χρησιμοποιούν τη λέξη 'ομφαλός' για την περιγραφή του ομφαλού
🇺🇦 Він показав свій пупок
🇬🇷 Εκείνος έδειξε τον ομφαλό του
|
formal | |
|
raro
🇺🇦 Він сказав, що має маленький пупок, мов каμπούρα
🇬🇷 Είπε ότι έχει μικρό αφαλό, σαν καμπούρα
🇺🇦 Діти сміялися з його пупка, мов каμπούρας
🇬🇷 Τα παιδιά γελούσαν με τον αφαλό του, σαν καμπούρα
|
jerga | |
|
formal
🇺🇦 Лікар оглянув його пупок
🇬🇷 Ο γιατρός εξέτασε τον ομφαλό του
🇺🇦 Після операції був потрібен огляд пупка
🇬🇷 Μετά την επέμβαση χρειαζόταν εξέταση του ομφαλού
|
médico |