по́шук Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αναζήτηση
común
🇺🇦 Я зробив пошук у базі даних
🇬🇷 Έκανα αναζήτηση στη βάση δεδομένων
🇺🇦 Пошук інформації зайняв багато часу
🇬🇷 Η αναζήτηση πληροφοριών πήρε πολύ χρόνο
|
formal | |
|
έρευνα
común
🇺🇦 Пошук нових знань
🇬🇷 Έρευνα νέων γνώσεων
🇺🇦 Він займається пошуком у галузі біології
🇬🇷 Ασχολείται με έρευνα στον τομέα της βιολογίας
|
científico | |
|
ψάξιμο
común
🇺🇦 Я зробив пошук ключів
🇬🇷 Έκανα ψάξιμο για τα κλειδιά
🇺🇦 Пошук документів зайняв кілька годин
🇬🇷 Το ψάξιμο των εγγράφων διήρκεσε μερικές ώρες
|
uso cotidiano | |
|
αναζήτηση
común
🇺🇦 У пошуках істини
🇬🇷 Στην αναζήτηση της αλήθειας
🇺🇦 Пошук сенсу життя
🇬🇷 Αναζήτηση του νοήματος της ζωής
|
literario |