ота́ку Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αποθήκη
común
🇺🇦 Я залишив книгу уotáку
🇬🇷 Έχω αφήσει το βιβλίο στην αποθήκη
🇺🇦 Він пішов доotáки за продуктами
🇬🇷 Πήγε στην αποθήκη για τρόφιμα
|
uso cotidiano | |
|
αποθήκη
formal
🇺🇦 Дані зберігаються уotáці
🇬🇷 Τα δεδομένα αποθηκεύονται στην αποθήκη
🇺🇦 Зберігання продукції відбувається уotáці
🇬🇷 Η αποθήκευση των προϊόντων γίνεται στην αποθήκη
|
formal | |
|
депо
formal
🇺🇦 Залізничну ота́ку використовують для зберігання вагонів
🇬🇷 Το σιδηροδρομικό ντεπό χρησιμοποιείται για την αποθήκευση βαγονιών
🇺🇦 Пошта має свою ота́ку для сортування
🇬🇷 Η ταχυδρομική υπηρεσία έχει το δικό της ντεπό για την ταξινόμηση
|
técnico | |
|
αποθήκη
raro
🇺🇦 У серці міста стоїть стараotáка
🇬🇷 Στην καρδιά της πόλης βρίσκεται μια παλιά αποθήκη
🇺🇦 У ційotáці зберігали старовинні книги
🇬🇷 Σε αυτό το ντέπο φυλάσσονταν παλιά βιβλία
|
literario |