куха́р Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Я йду на кухню
🇬🇷 Πηγαίνω στην κουζίνα
🇺🇦 Кухня дуже затишна
🇬🇷 Η κουζίνα είναι πολύ ζεστή
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇺🇦 Він працює у кухні ресторану
🇬🇷 Αυτός εργάζεται στο μαγειρείο του εστιατορίου
🇺🇦 Кухня — це серце дому
🇬🇷 Η κουζίνα είναι η καρδιά του σπιτιού
|
formal | |
|
raro
🇺🇦 Проект включає кілька кухонь
🇬🇷 Το έργο περιλαμβάνει αρκετές κουζίνες
🇺🇦 У сучасних кухнях використовують нові технології
🇬🇷 Στις σύγχρονες κουζίνες χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογίες
|
técnico | |
|
común
🇺🇦 У романі описана стара кухні
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα περιγράφεται μια παλιά κουζίνα
🇺🇦 Її слова були, мов тепла кухня
🇬🇷 Τα λόγια της ήταν σαν μια ζεστή κουζίνα
|
literario |