ка́вник Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Я п’ю кавник зранку
🇬🇷 Πίνω καφέ από τον καβνίκ το πρωί
🇺🇦 Кавник завжди на столі
🇬🇷 Ο καβνίκ πάντα στο τραπέζι
|
uso cotidiano | |
|
común
🇺🇦 Я йду до кавника
🇬🇷 Πηγαίνω στο καφενείο
🇺🇦 Кавник був затишним місцем
🇬🇷 Το καφενείο ήταν μια ζεστή θέση
|
formal | |
|
raro
🇺🇦 Кавник має великий бак для води
🇬🇷 Το κουζίνι έχει μεγάλη δεξαμενή νερού
🇺🇦 Він ремонтує кавник
🇬🇷 Επισκευάζει το κουζίνι
|
técnico | |
|
informal
🇺🇦 Заліз у кавник
🇬🇷 Μπήκε στον καφά
🇺🇦 Кавник був наповнений людьми
🇬🇷 Ο καφάς ήταν γεμάτος ανθρώπους
|
jerga |