жува́ти Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μασάω τσίχλα
común
🇺🇦 Я люблю жувати жвачку
🇬🇷 Μου αρέσει να μασάω τσίχλα
🇺🇦 Він часто жує жвачку під час роботи
🇬🇷 Συχνά μασάει τσίχλα κατά τη διάρκεια της δουλειάς
|
uso cotidiano | |
|
χασμουριέμαι ή μασάω
informal
🇺🇦 Він почав жувати, коли був нервовий
🇬🇷 Άρχισε να χασμουριέται όταν ήταν νευρικός
🇺🇦 Маленький дитина жує іграшку
🇬🇷 Το μικρό παιδί μασάει το παιχνίδι
|
coloquial | |
|
μικροεπεξεργασία ή σχετική με την μασά
raro
🇺🇦 Процес жування у стоматології
🇬🇷 Η διαδικασία του μάσημα στη στοματολογία
🇺🇦 Механіка жування
🇬🇷 Μηχανική του μάσημα
|
técnico |