жува́ти Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
μασάω τσίχλα
común
🇺🇦 Я люблю жувати жвачку
🇬🇷 Μου αρέσει να μασάω τσίχλα
🇺🇦 Він часто жує жвачку під час роботи
🇬🇷 Συχνά μασάει τσίχλα κατά τη διάρκεια της δουλειάς
uso cotidiano
χασμουριέμαι ή μασάω
informal
🇺🇦 Він почав жувати, коли був нервовий
🇬🇷 Άρχισε να χασμουριέται όταν ήταν νευρικός
🇺🇦 Маленький дитина жує іграшку
🇬🇷 Το μικρό παιδί μασάει το παιχνίδι
coloquial
μικροεπεξεργασία ή σχετική με την μασά
raro
🇺🇦 Процес жування у стоматології
🇬🇷 Η διαδικασία του μάσημα στη στοματολογία
🇺🇦 Механіка жування
🇬🇷 Μηχανική του μάσημα
técnico