до́свід Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Мій досвід роботи дуже цінний
🇬🇷 Η εμπειρία μου στη δουλειά είναι πολύτιμη
🇺🇦 Ви маєте великий досвід у цій галузі
🇬🇷 Έχετε μεγάλη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα
|
formal | |
|
común
🇺🇦 Досвід важливий для розвитку
🇬🇷 Η γνώση είναι σημαντική για την ανάπτυξη
🇺🇦 Він зібрав багато досвіду під час навчання
🇬🇷 Αυτός συγκέντρωσε πολλά γνώση κατά τη διάρκεια των σπουδών
|
académico | |
|
raro
🇺🇦 Її досвід був глибоким і різноманітним
🇬🇷 Η πεπειραμένη εμπειρία της ήταν βαθιά και ποικίλη
🇺🇦 У романі описано багато життєвого досвіду
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα περιγράφεται πολύς ζωτικός πείρα
|
literario |