до́вгий Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μακρύς
común
🇺🇦 Це довгий шлях
🇬🇷 Αυτή είναι μια μακρά διαδρομή
🇺🇦 Вона має довгий досвід
🇬🇷 Έχει μακρά εμπειρία
|
lengua estándar | |
|
ατελείωτος
raro
🇺🇦 Довгий день закінчився
🇬🇷 Ο μακρύς ημέρα τελείωσε
🇺🇦 Його історія була довга і складна
🇬🇷 Η ιστορία του ήταν ατελείωτη και πολύπλοκη
|
literario | |
|
πολύς
común
🇺🇦 Він має довгий досвід роботи
🇬🇷 Έχει πολύχρονη εμπειρία εργασίας
🇺🇦 Це довгий час
🇬🇷 Αυτή είναι πολύς χρόνος
|
uso cotidiano | |
|
ατελείωτος
raro
🇺🇦 Довгий шлях до щастя
🇬🇷 Ατελείωτος δρόμος προς την ευτυχία
🇺🇦 Її довга мрія
🇬🇷 Το ατελείωτο όνειρό της
|
contextPoetry |