гнів Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Мене охопив гнів
🇬🇷 Με κατέλαβε ο θυμός
🇺🇦 Він не стримував гніву
🇬🇷 Δεν συγκρατούσε τον θυμό του
|
uso cotidiano | |
|
común
🇺🇦 Гнів палахкотів у його серці
🇬🇷 Η οργή φλόγιζε στην καρδιά του
🇺🇦 Вона з гнівом дивилася на них
🇬🇷 Με οργή τους κοιτούσε
|
literario | |
|
común
🇺🇦 Гнів був її єдиним виходом
🇬🇷 Ο θυμός ήταν η μόνη της αντίδραση
🇺🇦 Він висловив свій гнів у промові
🇬🇷 Έκανε έκφραση του θυμού του στην ομιλία
|
formal | |
|
formal
🇺🇦 Гнів на порушника був очевидним
🇬🇷 Η οργή προς τον παραβάτη ήταν εμφανής
🇺🇦 Закони передбачають гнів як емоційний стан
🇬🇷 Οι νόμοι προβλέπουν την οργή ως συναισθηματική κατάσταση
|
legal |