ге́тто Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
γκέτο
común
🇺🇦 Я живу в гетто
🇬🇷 Ζω σε ένα γκέτο
🇺🇦 Гетто був ізольованим районом міста
🇬🇷 Το γκέτο ήταν μια απομονωμένη περιοχή της πόλης
|
uso cotidiano | |
|
περιθωριακός χώρος
raro
🇺🇦 Вони були вигнані до гетто
🇬🇷 Τους εξόρισαν σε περιθωριακό χώρο
🇺🇦 Гетто часто асоціюється із ізоляцією
🇬🇷 Το γκέτο συχνά συσχετίζεται με απομόνωση
|
formal | |
|
κοινωνική απομόνωση
raro
🇺🇦 Люди жили у гетто
🇬🇷 Οι άνθρωποι ζούσαν σε κοινωνική απομόνωση
🇺🇦 Гетто символізує ізоляцію та відчуження
🇬🇷 Το γκέτο συμβολίζει την απομόνωση και τον αποκλεισμό
|
literario |