во́рон Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κοράκι
común
🇺🇦 Ворон летів у небо
🇬🇷 Το κοράκι πέταξε στον ουρανό
🇺🇦 Ворон сидів на дереві
🇬🇷 Το κοράκι καθόταν στο δέντρο
|
uso cotidiano | |
|
κόρακας
común
🇺🇦 Ворон є символом мудрості
🇬🇷 Ο κόρακας είναι σύμβολο σοφίας
🇺🇦 Ворони часто з'являються у легендах
🇬🇷 Οι κόρακες συχνά εμφανίζονται στους θρύλους
|
formal | |
|
ворон
raro
🇺🇦 У поезії він з’являється як символ темряви
🇬🇷 Στην ποίηση εμφανίζεται ως σύμβολο του σκότους
🇺🇦 Образ ворона у класичній літературі
🇬🇷 Η εικόνα του κόρακα στην κλασική λογοτεχνία
|
literario | |
|
σύντροφος
informal
🇺🇦 Він — мій ворон у житті
🇬🇷 Είναι ο δικός μου σύντροφος στη ζωή
🇺🇦 Ми називаємо його вором, бо він завжди з нами
🇬🇷 Τον αποκαλούμε κόρακα, γιατί πάντα είναι μαζί μας
|
coloquial |