біло́к Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
λευκός
común
🇺🇦 біло́к — це колір снігу
🇬🇷 λευκός — είναι το χρώμα του χιονιού
🇺🇦 Вовк був білого кольору
🇬🇷 Ο λύκος ήταν άσπρος
|
lengua estándar | |
|
αλεπού
común
🇺🇦 біло́к — це лисиця
🇬🇷 αλεπού — είναι μια λυσίδα
🇺🇦 Маленький біло́к грав у лісі
🇬🇷 Ο μικρός αλεπού παίζε στο δάσος
|
uso cotidiano | |
|
άσπρος
formal
🇺🇦 Біло́к — символ чистоти
🇬🇷 Ο άσπρος είναι σύμβολο αγνότητας
🇺🇦 Він носив біло́к костюм
🇬🇷 Φορούσε έναν άσπρο κοστούμι
|
literario | |
|
λευκό
técnico
🇺🇦 біло́к волосся
🇬🇷 λευκό τρίχωμα
🇺🇦 Він має біло́к волосся
🇬🇷 Έχει λευκά μαλλιά
|
técnico |