бензи́н Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Я заправив автомобіль бензіном.
🇬🇷 Έβαλα βενζίνη στο αυτοκίνητο.
🇺🇦 Мені потрібно купити бензін.
🇬🇷 Πρέπει να αγοράσω βενζίνη.
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇺🇦 Бензін є одним із видів палива для двигуна.
🇬🇷 Η βενζίνη είναι ένα είδος καυσίμου για τον κινητήρα.
🇺🇦 Виробництво бензіну регулюється стандартами.
🇬🇷 Η παραγωγή βενζίνης ρυθμίζεται από τα πρότυπα.
|
técnico | |
|
formal
🇺🇦 Бензин — це вид легкого нафтопродукту.
🇬🇷 Η βενζίνη είναι ένας τύπος ελαφρού πετρελαιοειδούς προϊόντος.
🇺🇦 Вчені досліджують властивості бензину.
🇬🇷 Οι επιστήμονες ερευνούν τις ιδιότητες της βενζίνης.
|
científico | |
|
común
🇺🇦 Дорога була заповнена ароматом бензіну та пилу.
🇬🇷 Ο δρόμος ήταν γεμάτος με άρωμα βενζίνης και σκόνης.
🇺🇦 У романі описувалися міські пригоди та бензинові машини.
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα περιγράφονταν αστικές περιπέτειες και αυτοκίνητα με βενζίνη.
|
literario |