багне́т Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μπούκαλο
común
🇺🇦 Я вставив багнет у рукоять
🇬🇷 Έβαλα το μπαστούνι στη λαβή
🇺🇦 Він тримав багнет у руці
🇬🇷 Κρατούσε το ξίφος με την λαβή
|
uso cotidiano | |
|
στιλέτο
formal
🇺🇦 Він витягнув багнет
🇬🇷 Τράβηξε το στιλέτο του
🇺🇦 Багнет був гострим і міцним
🇬🇷 Το στιλέτο ήταν αιχμηρό και ανθεκτικό
|
formal | |
|
κοντάρι
raro
🇺🇦 На полі битви він тримав багнет
🇬🇷 Στη μάχη κρατούσε το κοντάρι
🇺🇦 Багнет вояка пробив броню
🇬🇷 Το κοντάρι του στρατιώτη διείσδυσε στην πανοπλία
|
literario |