variabel Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
παραλλαγή
común
🇸🇪 Variabeln ändrade sig
🇬🇷 Η μεταβλητή άλλαζε
🇸🇪 I matematiken är variabler viktiga
🇬🇷 Οι μεταβλητές είναι σημαντικές στα μαθηματικά
|
formal | |
|
μεταβλητή
común
🇸🇪 Programmeringsspråket använder variabler
🇬🇷 Η γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί μεταβλητές
🇸🇪 Variabeln i ekvationen ändras
🇬🇷 Η μεταβλητή στην εξίσωση αλλάζει
|
técnico | |
|
αλλαγή
común
🇸🇪 Det är en variabel faktor
🇬🇷 Είναι μια μεταβλητή παράγοντας
🇸🇪 Värdet är variabelt
🇬🇷 Η τιμή είναι μεταβλητή
|
uso cotidiano | |
|
αβέβαιο στοιχείο
raro
🇸🇪 Litterära verk kan ha variabler
🇬🇷 Τα λογοτεχνικά έργα μπορεί να περιέχουν αβέβαια στοιχεία
🇸🇪 Författaren lekte med variabler i berättelsen
🇬🇷 Ο συγγραφέας πειραματίστηκε με αβέβαια στοιχεία στην ιστορία
|
literario |