resande Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇪 Resande reser ofta i jobbet
🇬🇷 Ο ταξιδιώτης ταξιδεύει συχνά για δουλειά
🇸🇪 Hon är en erfaren resande
🇬🇷 Είναι μια έμπειρη ταξιδιώτισσα
|
uso cotidiano | |
|
común
🇸🇪 Resande kan ibland vara utmanande
🇬🇷 Ο ταξιδιώτης μπορεί να είναι μερικές φορές προκλητικός
🇸🇪 Resande i grupp kräver planering
🇬🇷 Οι ταξιδιώτες σε ομάδα απαιτούν οργάνωση
|
formal | |
|
raro
🇸🇪 Resande som berättelse
🇬🇷 Ο περιηγητής ως ιστορία
🇸🇪 Han blev en resande av världen
🇬🇷 Έγινε ένας περιηγητής του κόσμου
|
literario | |
|
común
🇸🇪 Resande är en del av livet
🇬🇷 Ο ταξιδιώτης είναι μέρος της ζωής
🇸🇪 Hon är en passionerad resande
🇬🇷 Είναι μια παθιασμένη ταξιδιώτισσα
|
lengua estándar |