fondbörs Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αγαπημένη μετοχή
formal
🇸🇪 Jag investerar i en fondbörs
🇬🇷 Επενδύω σε μια χρηματιστηριακή αγορά
|
formal | |
|
χρηματιστήριο μετοχών
común
🇸🇪 Fonden är listad på fondbörsen
🇬🇷 Το ταμείο είναι καταχωρημένο στο χρηματιστήριο μετοχών
|
negocios | |
|
αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων
raro
🇸🇪 De handlar på fondbörsen
🇬🇷 Αντιμετωπίζουν συναλλαγές στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων
|
técnico | |
|
χρηματιστήριο
común
🇸🇪 Han köpte aktier på fondbörsen
🇬🇷 Αγόρασε μετοχές στο χρηματιστήριο
|
uso cotidiano |