bot Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇪 Han fick en bot för parkering
🇬🇷 Αυτός πήρε πρόστιμο για στάθμευση
🇸🇪 Polisen utdelade bot
🇬🇷 Η αστυνομία έδωσε πρόστιμο
|
formal | |
|
común
🇸🇪 Barnen fick bot för dåligt uppförande
🇬🇷 Τα παιδιά τιμωρήθηκαν για κακή συμπεριφορά
🇸🇪 För att avskräcka straffades han hårt
🇬🇷 Για να αποθαρρύνει, τον τιμώρησαν σκληρά
|
literario | |
|
técnico
🇸🇪 Software bug fix is called a 'bot'
🇬🇷 Η διόρθωση σφαλμάτων λογισμικού ονομάζεται 'bot'
🇸🇪 In automation, a bot performs repetitive tasks
🇬🇷 Σε αυτοματοποίηση, ένα bot εκτελεί επαναλαμβανόμενες εργασίες
|
técnico | |
|
común
🇸🇪 Έλαβα μια bot από την αστυνομία
🇬🇷 Έλαβα ένα πρόστιμο από την αστυνομία
🇸🇪 Πρόστιμο για παραβίαση κανόνων
🇬🇷 Πρόστιμο για παράβαση κανόνων
|
uso cotidiano |