börs Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
común
🇸🇪 Jag ska investera på börsen.
🇬🇷 Πρόκειται να επενδύσω στο χρηματιστήριο.
🇸🇪 Börsen stiger idag.
🇬🇷 Το χρηματιστήριο ανεβαίνει σήμερα.
formal
común
🇸🇪 Hon köpte aktier på börsen.
🇬🇷 Αγόρασε μετοχές στην αγορά.
🇸🇪 Börsen är öppen till klockan 17.
🇬🇷 Η αγορά είναι ανοιχτή μέχρι τις 5 το απόγευμα.
uso cotidiano
formal
🇸🇪 Börsen värderar företagen.
🇬🇷 Το χρηματιστήριο αποτιμά τις εταιρείες.
🇸🇪 De handlar på börsen för att få kapital.
🇬🇷 Κάνουν συναλλαγές στο χρηματιστήριο για να συγκεντρώσουν κεφάλαια.
técnico
formal
🇸🇪 Börsen påverkar ekonomin.
🇬🇷 Η χρηματιστηριακή αγορά επηρεάζει την οικονομία.
🇸🇪 De följer börsen noga.
🇬🇷 Παρακολουθούν πολύ στενά τη χρηματιστηριακή αγορά.
negocios