automatisk Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αυτόματο
común
🇸🇪 Det är en automatisk process.
🇬🇷 Είναι μια αυτόματη διαδικασία.
🇸🇪 Maskinen fungerar automatiskt.
🇬🇷 Η μηχανή λειτουργεί αυτόματα.
|
lengua estándar | |
|
αυτοματοποιημένος
formal
🇸🇪 Systemet är automatiserat för effektivitet.
🇬🇷 Το σύστημα είναι αυτοματοποιημένο για αποτελεσματικότητα.
🇸🇪 Automatiserade processer förbättrar produktiviteten.
🇬🇷 Οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες βελτιώνουν την παραγωγικότητα.
|
formal | |
|
αυτόματος
técnico
🇸🇪 Automatisk dörr
🇬🇷 Αυτόματη πόρτα
🇸🇪 Automatiska system
🇬🇷 Αυτοματοποιικά συστήματα
|
técnico | |
|
αυτόματος
común
🇸🇪 Αυτόματο κλιματιστικό
🇬🇷 Αυτόματο κλιματιστικό
🇸🇪 Ο αυτόματος πωλητής λειτουργεί
🇬🇷 Ο αυτόματος πωλητής λειτουργεί
|
uso cotidiano |