飽くなき Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ακατάπαυστο
común
🇯🇵 飽くなき欲望
🇬🇷 Ακατάπαυστη επιθυμία
🇯🇵 彼の飽くなき探求
🇬🇷 Η ακατάπαυστη αναζήτησή του
|
literario | |
|
αδιάκοπο
común
🇯🇵 飽くなき努力
🇬🇷 Αδιάκοπη προσπάθεια
🇯🇵 飽くなき追求
🇬🇷 Η αδιάκοπη διεκδίκηση
|
formal | |
|
ατέρμονο
raro
🇯🇵 飽くなき夢
🇬🇷 Ατέρμονο όνειρο
🇯🇵 彼の飽くなき夢
🇬🇷 Το ατέρμονο όνειρό του
|
literario | |
|
αέναος
formal
🇯🇵 飽くなき研究
🇬🇷 Αέναη έρευνα
🇯🇵 彼の飽くなき探究心
🇬🇷 Το αέναο πνεύμα έρευνας του
|
científico |