調整する Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
ρυθμίζω
común
🇯🇵 機械を調整する
🇬🇷 Τις μηχανές τις ρυθμίζω.
🇯🇵 システムを調整する
🇬🇷 Ρυθμίζω το σύστημα.
técnico
εξισώνω
formal
🇯🇵 音量を調整する
🇬🇷 Εξισώνω την ένταση.
🇯🇵 色を調整する
🇬🇷 Εξισώνω τα χρώματα.
formal
αποκλιμακώνω
raro
🇯🇵 症状を調整する
🇬🇷 Αποκλιμακώνω τα συμπτώματα.
🇯🇵 治療計画を調整する
🇬🇷 Αξιολογώ και προσαρμόζω το θεραπευτικό πλάνο.
médico
κανονίζω
común
🇯🇵 スケジュールを調整する
🇬🇷 Κανονίζω το πρόγραμμα.
🇯🇵 会議の時間を調整する
🇬🇷 Κανονίζω την ώρα της συνάντησης.
uso cotidiano