節約する Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇯🇵 節約することは重要です
🇬🇷 Η οικονομία είναι σημαντική.
🇯🇵 彼はお金を節約する方法を知っています
🇬🇷 Ξέρει πώς να κάνει οικονομία στα χρήματά του.
|
formal | |
|
común
🇯🇵 エネルギーの節約が求められている
🇬🇷 Απαιτείται εξοικονόμηση ενέργειας.
🇯🇵 このシステムは電力の節約に役立ちます
🇬🇷 Αυτό το σύστημα βοηθά στην εξοικονόμηση ενέργειας.
|
técnico | |
|
común
🇯🇵 お金を節約するために努力しています
🇬🇷 Προσπαθώ να εξοικονομώ χρήματα.
🇯🇵 私たちは電気代を節約しています
🇬🇷 Εξοικονομούμε χρήματα στο ρεύμα.
|
uso cotidiano | |
|
raro
🇯🇵 節約は法律的な規制の一環です
🇬🇷 Ο οικονομικός περιορισμός αποτελεί μέρος των νομικών ρυθμίσεων.
🇯🇵 予算の節約が必要です
🇬🇷 Απαιτείται οικονομικός περιορισμός στον προϋπολογισμό.
|
legal |