けらけら笑う Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
γέλασα δυνατά
común
🇯🇵 彼はけらけら笑った
🇬🇷 Αυτός γέλασε δυνατά
🇯🇵 子供たちはけらけら笑っている
🇬🇷 Τα παιδιά γελούν γοερά
uso cotidiano
γέλιο που ακούγεται δυνατά
raro
🇯🇵 彼女のけらけら笑いが部屋に響いた
🇬🇷 Το γέλιο της ακούστηκε δυνατά στο δωμάτιο
🇯🇵 そのけらけら笑いは物語の中で使われている
🇬🇷 Το γέλιο αυτό χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία
literario
γέλασα με όλο μου το είναι
común
🇯🇵 彼はいつもけらけら笑う
🇬🇷 Εκείνος πάντα γελάει δυνατά
🇯🇵 彼女と一緒にいて、けらけら笑った
🇬🇷 Μαζί με αυτήν, γέλασα με όλη μου την καρδιά
informal
γελώντας δυνατά
común
🇯🇵 彼は会議中にけらけら笑った
🇬🇷 Γέλασε δυνατά κατά τη διάρκεια της συνάντησης
🇯🇵 みんなでけらけら笑った
🇬🇷 Γελούσαμε όλοι δυνατά
coloquial