おしゃぶり Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇯🇵 赤ちゃんがおしゃぶりをくわえる
🇬🇷 Το μωρό πιπιλάει το πιπίλα του
🇯🇵 子供がおしゃぶりを使う
🇬🇷 Το παιδί χρησιμοποιεί το πιπίλα
|
para niños | |
|
común
🇯🇵 子供がおしゃぶりを持っている
🇬🇷 Το παιδί έχει πιπίλα
🇯🇵 おしゃぶりを取り替える
🇬🇷 Αλλάζει την πιπίλα
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇯🇵 おしゃぶりの材質はシリコンです
🇬🇷 Το υλικό της πιπίλας είναι σιλικόνη
🇯🇵 新しいおしゃぶりの設計
🇬🇷 Ο σχεδιασμός της νέας πιπίλας
|
técnico | |
|
formal
🇯🇵 子供のための必需品
🇬🇷 Απαραίτητο για τα παιδιά
🇯🇵 おしゃぶりは幼児の安心アイテム
🇬🇷 Η πιπίλα είναι ένα αντικείμενο ασφάλειας για τα νήπια
|
formal |