πολυάσχολος Español
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇬🇷 Είναι πολύάσχολος αυτές τις μέρες
🇪🇸 Él está muy ocupado estos días
🇬🇷 Η Μαρία είναι πολύάσχολη και δεν έχει χρόνο
🇪🇸 María está muy ocupada y no tiene tiempo
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇬🇷 Ο διευθυντής είναι πολύάσχολος με τις υποχρεώσεις του
🇪🇸 El director está muy ocupado con sus obligaciones
🇬🇷 Το άτομο αυτό είναι πολύάσχολο και διαχειρίζεται πολλές ευθύνες
🇪🇸 Esta persona está muy ocupada y maneja muchas responsabilidades
|
formal | |
|
raro
🇬🇷 Ο προγραμματιστής είναι πολύάσχολος με τα έργα
🇪🇸 El programador está multitarea con los proyectos
🇬🇷 Η πολυάσχολη φύση της εργασίας απαιτεί διαχείριση πολλών καθηκόντων
🇪🇸 La naturaleza multitarea del trabajo requiere gestionar muchas tareas
|
técnico | |
|
común
🇬🇷 Είναι πολύάσχολος όλη την ημέρα
🇪🇸 Él está muy atareado todo el día
🇬🇷 Δεν προλαβαίνω, είμαι πολύάσχολος
🇪🇸 No puedo, estoy muy ocupado
|
coloquial |