mutuo Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🏴 O préstamo mutuo é unha figura legal
🇬🇷 Το δάνειο αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι νομικό εργαλείο
🏴 Firmamos un acordo mutuo de cooperación
🇬🇷 Υπογράψαμε μια αμοιβαία συμφωνία συνεργασίας
|
formal | |
|
común
🏴 Conceder un mutuo implica un contrato de préstamo
🇬🇷 Η χορήγηση δανείου συνεπάγεται συμβόλαιο δανεισμού
🏴 O banco concedeu un mutuo para a compra da vivenda
🇬🇷 Η τράπεζα έδωσε ένα δάνειο για την αγορά του σπιτιού
|
técnico | |
|
formal
🏴 O contrato de mutuo regula a devolución do préstamo
🇬🇷 Η σύμβαση δανείου ρυθμίζει την αποπληρωμή του δανείου
🏴 As partes firmaron un mutuo para garantir a operación
🇬🇷 Τα μέρη υπέγραψαν ένα δάνειο για την διασφάλιση της συναλλαγής
|
legal | |
|
común
🏴 Hai unha confianza mutua entre eles
🇬🇷 Υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ τους
🏴 A amizade está baseada nun sentimento mutuo
🇬🇷 Η φιλία βασίζεται σε ένα αίσθημα αμοιβαιότητας
|
uso cotidiano |