irrefutábel Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αδιαμφισβήτητος
común
🏴 A súa validez é irrefutábel
🇬🇷 Η εγκυρότητά του είναι αδιαμφισβήτητη
🏴 Este feito é irrefutábel
🇬🇷 Αυτό το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο
|
formal | |
|
αδιάψευστος
formal
🏴 A súa evidencia é irrefutábel
🇬🇷 Τα στοιχεία του είναι αδιάψευστα
🏴 O seu argumento é irrefutábel
🇬🇷 Το επιχείρημά του είναι αδιάψευστο
|
literario | |
|
αδιαμφισβήτητο
común
🏴 A súa verdade é irrefutábel
🇬🇷 Η αλήθεια του είναι αδιαμφισβήτητη
🏴 Este feito é irrefutábel
🇬🇷 Αυτό το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο
|
lengua estándar |