incorrectamente Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
λανθασμένα
común
🇪🇸 Lo hizo incorrectamente
🇬🇷 Το έκανε λανθασμένα
🇪🇸 Se equivocó incorrectamente
🇬🇷 Έκανε λάθος λανθασμένα
|
uso cotidiano | |
|
ακατάλληλα
formal
🇪🇸 Procedió incorrectamente
🇬🇷 Προχώρησε ακατάλληλα
🇪🇸 Correctamente sería diferente
🇬🇷 Το σωστό θα ήταν διαφορετικό
|
formal | |
|
ανάρμοστα
raro
🇪🇸 Cometió errores incorrectamente
🇬🇷 Έκανε σφάλματα ανάρμοστα
🇪🇸 Su comportamiento fue incorrectamente
🇬🇷 Η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη
|
literario | |
|
λανθασμένα
común
🇪🇸 El sistema funciona incorrectamente
🇬🇷 Το σύστημα λειτουργεί λανθασμένα
🇪🇸 Se detectó que la información fue incorrectamente
🇬🇷 Εντοπίστηκε ότι οι πληροφορίες ήταν λανθασμένα
|
técnico |