endèmic Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
επιδημικός
común
🏴 La grip epidèmica va afectar tota la ciutat
🇬🇷 Η επιδημική γρίπη επηρέασε ολόκληρη την πόλη
🏴 L'augment epidèmic de casos preocupa els científics
🇬🇷 Ο επιδημικός αυξημός των περιπτώσεων ανησυχεί τους επιστήμονες
|
médico | |
|
ενδημικός
común
🏴 Algunes malalties són endèmiques en aquesta regió
🇬🇷 Ορισμένες ασθένειες είναι ενδημικές σε αυτή την περιοχή
🏴 L'espècie és endèmica de l'àrea
🇬🇷 Το είδος είναι ενδημικό στην περιοχή
|
científico | |
|
ενδημικός
común
🏴 L'endèmia és un fenomen que preocupa els epidemiòlegs
🇬🇷 Η ενδημία είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τους επιδημιολόγους
🏴 El virus és endèmic a la zona
🇬🇷 Ο ιός είναι ενδημικός στην περιοχή
|
formal | |
|
επιδημικός
común
🏴 L'estudi analitza els factors que contribueixen a l'episodi epidèmic
🇬🇷 Η μελέτη αναλύει τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδημική έξαρση
🏴 Les dades indiquen un auge epidèmic
🇬🇷 Τα δεδομένα δείχνουν μια επιδημική έξαρση
|
técnico |