tangible Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
α tangible
común
🏴 Aquest objecte és tangible
🇬🇷 Αυτο το αντικείμενο είναι απτό
🏴 La evidència és tangible
🇬🇷 Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι απτά
|
formal | |
|
χειροπιαστό
común
🏴 El seu èxit és tangible
🇬🇷 Η επιτυχία του είναι χειροπιαστή
🏴 Vull una prova més tangible
🇬🇷 Θέλω μια πιο χειροπιαστή απόδειξη
|
uso cotidiano | |
|
αποδείξιμο
formal
🏴 És un concepte tangible en física
🇬🇷 Είναι μια αποδείξιμη έννοια στη φυσική
🏴 La teoria necessita evidències tangibles
🇬🇷 Η θεωρία χρειάζεται αποδείξιμα στοιχεία
|
técnico | |
|
αφής
raro
🏴 Una realitat tangible
🇬🇷 Μια απτή πραγματικότητα
🏴 La bellesa és sovint una cosa tangible
🇬🇷 Η ομορφιά είναι συχνά κάτι αφής
|
literario |