fèmur Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μηρός
común
🏴 El fèmur és l'os més llarg del cos humà
🇬🇷 Ο μηρός είναι το μεγαλύτερο οστό του ανθρώπινου σώματος
🏴 Ha patit una fractura al fèmur
🇬🇷 Έχει υποστεί κάταγμα στον μηρό
|
médico | |
|
μηρός
común
🏴 El múscul del fèmur està molt desenvolupat
🇬🇷 Ο μυς του μηρού είναι πολύ ανεπτυγμένος
🏴 Els estudis de l'anatomia del fèmur són importants
🇬🇷 Οι μελέτες της ανατομίας του μηρού είναι σημαντικές
|
contextAnatomical | |
|
cadera
común
🏴 El dolor al fèmur pot afectar la mobilitat
🇬🇷 Ο πόνος στον μηρό μπορεί να επηρεάσει την κινητικότητα
🏴 Va girar la cama per descansar millor al fèmur
🇬🇷 Γύρισε το κρεβάτι για να ξεκουραστεί καλύτερα στον μηρό
|
uso cotidiano |