wertlos Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
άχρηστος
común
🇪🇸 Este objeto es wertlos
🇬🇷 Αυτό το αντικείμενο είναι άχρηστο
🇪🇸 Su opinión es wertlos
🇬🇷 Η γνώμη του είναι άχρηστη
|
uso cotidiano | |
|
ανεπιθύμητος
formal
🇪🇸 Sus esfuerzos fueron wertlos
🇬🇷 Οι προσπάθειές του ήταν ανεπιθύμητες
🇪🇸 La inversión fue wertlos
🇬🇷 Η επένδυση ήταν ανεπιθύμητη
|
formal | |
|
ανούσιος
raro
🇪🇸 Εκείνη η προσπάθεια ήταν wertlos
🇬🇷 Εκείνη η προσπάθεια ήταν ανούσια
🇪🇸 Οι λόγοι του ήταν wertlos
🇬🇷 Οι λόγοι του ήταν ανούσιοι
|
literario | |
|
άσκοπος
común
🇪🇸 Αυτή η συζήτηση είναι wertlos
🇬🇷 Αυτή η συζήτηση είναι άσκοπη
🇪🇸 Η εργασία του ήταν wertlos
🇬🇷 Η εργασία του ήταν άσκοπη
|
coloquial |