walking+stick Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 He used a walking stick to help him climb the hill.
🇬🇷 Χρησιμοποίησε ένα ραβδί περπατήματος για να τον βοηθήσει να ανέβει στον λόφο.
🇪🇸 The elderly man carried his walking stick everywhere.
🇬🇷 Ο ηλικιωμένος άνδρας κουβαλούσε το ραβδί περπατήματός του παντού.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 She bought a new walking stick for her daily walks.
🇬🇷 Αγόρασε ένα καινούριο περίπατοραβδί για τις καθημερινές της βόλτες.
🇪🇸 A simple walking stick can be very useful.
🇬🇷 Ένα απλό περίπατοραβδί μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο.
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 He relied on his walking stick when he went hiking.
🇬🇷 Εξαρτιόταν από το μπαστούνι του όταν πήγαινε πεζοπορία.
🇪🇸 The walking stick helped her maintain balance.
🇬🇷 Το μπαστούνι περπατήματος την βοήθησε να διατηρήσει την ισορροπία.
|
lengua estándar |