vuil Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El lugar está muy vuil
🇬🇷 Το μέρος είναι πολύ βρώμικο
🇪🇸 No me gusta ese sitio, está vuil
🇬🇷 Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος, είναι βρώμικο
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 ¡Qué vuil está el coche!
🇬🇷 Πόσο βρώμικο είναι το αυτοκίνητο!
🇪🇸 Deja de ser vuil y limpia tu habitación
🇬🇷 Σταμάτα να είσαι βρώμικος και καθάρισε το δωμάτιό σου
|
coloquial | |
|
formal
🇪🇸 El informe está vuil y necesita revisión
🇬🇷 Η αναφορά είναι ακατάστατη και χρειάζεται ανασκόπηση
🇪🇸 Su trabajo está vuil y requiere atención
🇬🇷 Η εργασία του είναι ακατάστατη και χρειάζεται προσοχή
|
formal | |
|
raro
🇪🇸 La alma del protagonista estaba vuil y llena de oscuridad
🇬🇷 Η ψυχή του ήρωα ήταν βρώμικη και γεμάτη σκότος
🇪🇸 El paisaje mostraba un mundo vuil y desolado
🇬🇷 Το τοπίο έδειχνε έναν κόσμο βρώμικο και εγκαταλελειμμένο
|
literario |