slāpes Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απόγευμα
común
🇪🇸 Tengo mucha hambre por las tardes
🇬🇷 Πεινάω πολύ τα απογεύματα
🇪🇸 Me da hambre en la tarde
🇬🇷 Μου δημιουργείται η πείνα το απόγευμα
|
uso cotidiano | |
|
ορεξάδα
común
🇪🇸 Tengo un poco de slāpes
🇬🇷 Έχω λίγη ορεξάδα
🇪🇸 Estoy con muchas slāpes
🇬🇷 Έχω πολύ όρεξη
|
informal | |
|
πεινασμένο
común
🇪🇸 Estoy con slāpes
🇬🇷 Είμαι πεινασμένος
🇪🇸 Ella tiene slāpes después de correr
🇬🇷 Αυτή είναι πεινασμένη μετά το τρέξιμο
|
uso cotidiano | |
|
κατασχετικός πόθος
raro
🇪🇸 El slāpes de la pasión
🇬🇷 Ο κατασχετικός πόθος της πάθους
🇪🇸 Su slāpes por la libertad era evidente
🇬🇷 Ο κατασχετικός πόθος της για ελευθερία ήταν εμφανής
|
literario |