skill Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
habilidad
común
🇪🇸 She has great skill in painting.
🇬🇷 Έχει μεγάλη ικανότητα στη ζωγραφική.
🇪🇸 Developing new skills is important for career growth.
🇬🇷 Ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων είναι σημαντική για την επαγγελματική εξέλιξη.
|
uso cotidiano | |
|
τεχνική ικανότητα
formal
🇪🇸 This software requires technical skills to operate.
🇬🇷 Αυτή η λογισμική απαιτεί τεχνική ικανότητα για τη χρήση.
🇪🇸 The engineer demonstrated exceptional technical skill.
🇬🇷 Ο μηχανικός επέδειξε εξαιρετική τεχνική ικανότητα.
|
técnico | |
|
δεξιότητα
común
🇪🇸 Her language skills are impressive.
🇬🇷 Οι γλωσσικές της δεξιότητες είναι εντυπωσιακές.
🇪🇸 The training improved his skills significantly.
🇬🇷 Η εκπαίδευση βελτίωσε σημαντικά τις δεξιότητές του.
|
formal | |
|
ικανότητα
común
🇪🇸 He displayed remarkable ability in solving complex problems.
🇬🇷 Εκδήλωσε αξιοσημείωτη ικανότητα στην επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων.
🇪🇸 The novel highlights the protagonist's innate ability.
🇬🇷 Το μυθιστόρημα αναδεικνύει τη φυσική ικανότητα του ήρωα.
|
literario |