pšawo Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
περιουσία
común
🇪🇸 Su pšawo es muy grande
🇬🇷 Η περιουσία του είναι πολύ μεγάλη
🇪🇸 Ha heredado un pšawo considerable
🇬🇷 Κληρονόμησε μια σημαντική περιουσία
|
formal | |
|
ακίνητα
común
🇪🇸 Su pšawo incluye varios inmuebles
🇬🇷 Η περιουσία του περιλαμβάνει πολλά ακίνητα
🇪🇸 La inversión en pšawo es segura
🇬🇷 Η επένδυση στην περιουσία είναι ασφαλής
|
negocios | |
|
κτήμα
raro
🇪🇸 El pšawo del noble era vasto
🇬🇷 Το κτήμα του ευγενούς ήταν τεράστιο
🇪🇸 Se perdió parte de su pšawo en la guerra
🇬🇷 Χάθηκε μέρος της περιουσίας του στον πόλεμο
|
literario | |
|
αποταμίευμα
común
🇪🇸 Su pšawo le permite vivir cómodamente
🇬🇷 Οι αποταμιεύσεις του τον επιτρέπουν να ζει άνετα
🇪🇸 Debe administrar bien su pšawo
🇬🇷 Πρέπει να διαχειρίζεται καλά την αποταμίευσή του
|
uso cotidiano |