omitir Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
παραλείπω
común
🇪🇸 Debe omitir esa parte del informe
🇬🇷 Πρέπει να παραλείψετε αυτό το μέρος της αναφοράς
🇪🇸 El texto omite ciertos detalles importantes
🇬🇷 Το κείμενο παραλείπει ορισμένες σημαντικές λεπτομέρειες
|
formal | |
|
παραβλέπω
común
🇪🇸 Decidí omitir esa sección
🇬🇷 Αποφάσισα να παραβλέψω αυτή την ενότητα
🇪🇸 No quiero omitir ningún dato
🇬🇷 Δεν θέλω να παραβλέψω καμία πληροφορία
|
uso cotidiano | |
|
παραλείπω
común
🇪🇸 El autor omite ciertos detalles
🇬🇷 Ο συγγραφέας παραλείπει ορισμένες λεπτομέρειες
🇪🇸 En su novela, el autor omite la descripción del escenario
🇬🇷 Στο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας παραλείπει την περιγραφή του σκηνικού
|
literario | |
|
ξεφεύγω από
coloquial
🇪🇸 A veces omito algunas cosas
🇬🇷 Μερικές φορές ξεφεύγω από μερικά πράγματα
🇪🇸 No quiero omitir nada, pero a veces se me escapan detalles
🇬🇷 Δεν θέλω να παραλείψω τίποτα, αλλά μερικές φορές μου διαφεύγουν λεπτομέρειες
|
coloquial |